- ενήλωση
- η (Α ἐνήλωσις) [ενηλώ]νεοελλ.(πυροβ.) το σφήνωμα τής πυροδοτικής τρύπας τών παλιών πυροβόλων με καρφί για να αχρηστευθούναρχ.1. κάρφωμα καρφιών2. στερέωση καρφιών για στολισμό3. τα ίδια τα καρφιά ή οι καρφίδες που στερεώνονται κάπου για διακόσμηση και καλλωπισμό.
Dictionary of Greek. 2013.